- προδικαστικός
- -ή, -όαυτός που αναφέρεται στην προδικασία: Προδικαστικό στάδιο. – Προδικαστική απόφαση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
προδικαστικός — ή, ό, Ν [προδικασία] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προδικασία 2. φρ. α) «προδικαστική απόφαση» (νομ.) μη οριστική απόφαση που εκδίδεται πριν από την οριστική και με την οποία το δικαστήριο τάσσει στους διαδίκους αποδείξεις τών εκατέρωθεν… … Dictionary of Greek
προκριματικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται ή συντελεί στο σχηματισμό προκαταρκτικής γνώμης, κρίσης: Προκριματικοί αγώνες. 2. (νομ.), αυτός που ρυθμίζει προσωρινά κάποιο ζήτημα, προδικαστικός: Προκριματική αγωγή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)